- υγιεινολογία
- η, Ν [υγιεινολόγος]η μελέτη τών μεθόδων και τών κανόνων τής υγιεινής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υγιεινολογία — η η μελέτη των κανόνων της υγιεινής και των κατάλληλων μεθόδων για την εφαρμογή τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
υγιεινολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγιεινολογία ή στον υγιεινολόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγιεινολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
υγιεινολόγος — ο, η, Ν γιατρός ειδικευμένος στην υγιεινολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγιεινός + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο] … Dictionary of Greek
υγιεινολογικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην υγιεινολογία ή στον υγιεινολόγο (βλ. λλ.): Υγιεινολογικές έρευνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)